ματαιοπραγώ
From LSJ
μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale
Greek Monolingual
ματαιοπραγῶ, -έω (Μ)
ματαιοπονώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αμάρτυρο ματαιόπραγος (πρβλ. αδικοπραγώ, κακοπραγώ)].