ματαιόφημος

From LSJ

Ὅρκον δὲ φεῦγε καὶ δικαίως κἀδίκως (κἂν δικαίως ὀμνύῃς) → Iurare fugias, vere, falso, haud interest → Zu schwören meide, gleich ob richtig oder falsch

Menander, Monostichoi, 441
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰταιόφημος Medium diacritics: ματαιόφημος Low diacritics: ματαιόφημος Capitals: ΜΑΤΑΙΟΦΗΜΟΣ
Transliteration A: mataióphēmos Transliteration B: mataiophēmos Transliteration C: mataiofimos Beta Code: mataio/fhmos

English (LSJ)

ματαιόφημον, = ματαιολόγος, Phot.s.v. λῆρος.

Greek (Liddell-Scott)

ματαιόφημος: μάταια ληρῶν, φλύαρος, Φώτ. ἐν λέξ. λῆρος.

Greek Monolingual

ματαιόφημος, -ον (Α)
αυτός που λέει μάταια, απερίσκεπτα λόγια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μάταιος + -φημος (< φήμη), πρβλ. υστερόφημος].