μαχετέον

From LSJ

τὸ μὴ γὰρ εἶναι κρεῖσσον ἢ τὸ ζῆν κακῶς → for it is better not to exist than to live in misery

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μᾰχετέον Medium diacritics: μαχετέον Low diacritics: μαχετέον Capitals: ΜΑΧΕΤΕΟΝ
Transliteration A: machetéon Transliteration B: macheteon Transliteration C: macheteon Beta Code: maxete/on

English (LSJ)

one must fight, Arist.Rh.1403a9 (v.l. μαχητέον), Plu.2.181c.

German (Pape)

Adj. verb. von μάχομαι.

Russian (Dvoretsky)

μᾰχετέον: и μαχητέον adj. verb. к μάχομαι.

Greek (Liddell-Scott)

μαχετέον: ῥημ. ἐπίθ. τοῦ μάχομαι, δεῖ μάχεσθαι, Ἀριστ. Ρητ. 2. 55, 13 (διάφ. γραφ. μαχητέον).

Greek Monotonic

μαχετέον: ρημ. επίθ. του μάχομαι, αυτό που πρέπει να πολεμηθεί, σε Αριστοφ.