μείδημα
From LSJ
Γυναικὶ κόσμος ὁ τρόπος, οὐ τὰ χρυσία → Non ornat aurum feminam at mores probi → Die Art schmückt eine Frau, nicht güldenes Geschmeid
English (LSJ)
-ατος, τό, smile, Hes.Th.205 (pl.).
French (Bailly abrégé)
ατος (τό) :
sourire.
Étymologie: μειδιάω.
Russian (Dvoretsky)
μείδημα: ατος τό улыбка Hes., Anth.
Greek (Liddell-Scott)
μείδημα: τό, μειδίαμα, «χαμόγελο», Ἡσ. Θ. 205.
Greek Monolingual
μείδημα, -ατος, τὸ (Α) μειδώ
το μειδίαμα, το χαμόγελο.
Greek Monotonic
μείδημα: -ατος, τό, χαμόγελο, το να χαμογελά κάποιος, σε Ησίοδ.