μεγαλείως

From LSJ

οὐ γὰρ συμφύεται τὰ πεπηγότα ὤσπερ τὰ ὑγρά (Aristotle, Meteorologica 348a.14) → since solid bodies/frozen drops cannot coalesce like liquid ones

Source

French (Bailly abrégé)

adv.
magnifiquement.
Étymologie: μεγαλεῖος.

Greek Monolingual

μεγαλείως (Α)
επίρρ. βλ. μεγαλείος.

Russian (Dvoretsky)

μεγᾰλείως:
1 великолепно, превосходно (ὠφελεῖν τῇ πόλει, γαμεῖν Xen.);
2 сильно, мощно: μεγαλειότερον ἂν τοῖς αὑτοῦ ἐβοήθησεν Plat. (если бы Протагор был жив), он более внушительно защитил бы свои положения.