ὁκόσα γὰρ ὑπὰρ ἐκτρέπονται ὁποίου ὦν κακοῦ, τάδε ἐνύπνιον ὁρέουσι ὥρμησε → for whatever, when awake, they have an aversion to, as being an evil, rushes upon their visions in sleep (Aretaeus, Causes & Symptoms of Chronic Disease 1.5.6)
-η, -ο
μέλι
1. πυκνόρρευστος, παχύρρευστος, ημίπηκτος σαν το μέλι
2. παρασκευασμένος ή περιχυμένος με μέλι («λουκουμάδες μελάτοι»)
3. συνεκδ. γλυκός σαν το μέλι
4. φρ. «αβγό μελάτο» — αβγό το οποίο δεν έχει βράσει πολύ και ο κρόκος του είναι ημίπηκτος.