μελίφυρτος
From LSJ
Λόγον παρ' ἐχθροῦ μήποθ' ἡγήσῃ φίλον → Sermonem ab hoste benevolum numquam puta → Erachte nie des Feindes Wort als Freundlichkeit
English (LSJ)
μελίφυρτον, mixed with honey, ἤθεος ἁρμονίη AP5.269 (Paul. Sil.).
German (Pape)
[Seite 125] mit Honig gemischt, Paul. Sil. 17 (V, 270) ἁρμονίη.
Russian (Dvoretsky)
μελίφυρτος: (ῐ) смешанный с медом, сладостный (στήθεος ἁρμονίη Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
μελίφυρτος: -ον, πεφυρμένος μέλιτι, Ἀνθ. Π. 5. 270.
Greek Monolingual
μελίφυρτος, -ον (Α)
αυτός που είναι αναμεμιγμένος με μέλι, γλυκός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλι + φυρτός (< φύρω «αναμιγνύω»), πρβλ. αιμόφυρτος].