μελανάγριος

From LSJ

ἡγούμενος τῶν ἡδονῶν ἀλλ' οὐκ ἀγόμενος ὑπ' αὐτῶν → of his pleasures he was the master and not their servant

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελᾰνάγριος Medium diacritics: μελανάγριος Low diacritics: μελανάγριος Capitals: ΜΕΛΑΝΑΓΡΙΟΣ
Transliteration A: melanágrios Transliteration B: melanagrios Transliteration C: melanagrios Beta Code: melana/grios

English (LSJ)

ἄμπελος, vitis nigra agrestis, Glossaria: -άγριος, malva agrestis, ib.

Greek Monolingual

μελανάγριος, -ον (Α)
1. το θηλ. ως ουσ.μελανάγριος
το ποώδες φυτό μαλάχη η αγρία
2. φρ. «μελανάγριος ἄμπελος» — είδος αμπέλου, η μαύρη άγρια άμπελος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μέλας, -ανος + ἄγριος.