μελετητής

From LSJ

μήτε ἐγρηγορόσιν μήτε εὕδουσι κύρτοις ἀργὸν θήραν διαπονουμένοις → weels that secure a lazy angling for men whether asleep or awake

Source

Greek Monolingual

ο (Α μελετητής) μελετώ
νεοελλ.
επιστήμονας, ερευνητής που ασχολείται μεθοδικά με τη μελέτη επιστημονικών θεμάτων
αρχ.
αυτός που δημηγορεί, ο ρήτορας.