μελισσοφάγος

From LSJ

Γυναικὶ δ' ἄρχειν οὐ δίδωσιν ἡ φύσις → Natura quippe feminae imperium negat → Der Frau jedoch versagt zu herrschen die Natur

Menander, Monostichoi, 100
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελισσοφάγος Medium diacritics: μελισσοφάγος Low diacritics: μελισσοφάγος Capitals: ΜΕΛΙΣΣΟΦΑΓΟΣ
Transliteration A: melissophágos Transliteration B: melissophagos Transliteration C: melissofagos Beta Code: melissofa/gos

English (LSJ)

[φᾰ], ον eating bees, Eust.179.6.

German (Pape)

[Seite 124] Bienen fressend, Eust. 179, 7.

Greek (Liddell-Scott)

μελισσοφάγος: -ον, ὁ τρώγων μελίσσας, ὄρνιθες Εὐστ. 179. 6.

Greek Monolingual

-ο (Μ μελισσοφάγος, -ον)
(για ζώα και πτηνά) αυτός που τρώει μέλισσες («μελισσοφάγοι ὄρνιθες», Ευστ.)
νεοελλ.
ζωολ. γενική κοινή ονομασία τών 24 περίπου ειδών κορακιόμορφων πτηνών της οικογένειας meropidae και ειδικότερα του είδους Merops apiaster.