μελλέβιος

From LSJ

τὸ κατὰ τὴν τῆς αὑτοῦ ψυχῆς ἐπίταξιν τὰ γιγνόμενα γίγνεσθαι, μάλιστα μὲν ἅπαντα, εἰ δὲ μή, τά γε ἀνθρώπινα → the desire that, if possible, everything,—or failing that, all that is humanly possible—should happen in accordance with the demands of one's own heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μελλέβιος Medium diacritics: μελλέβιος Low diacritics: μελλέβιος Capitals: ΜΕΛΛΕΒΙΟΣ
Transliteration A: mellébios Transliteration B: mellebios Transliteration C: mellevios Beta Code: melle/bios

English (LSJ)

ἡμιθανής, καὶ μὴ συνιείς, ἢ ὁ ἐκδιδαγμένος, Hsch.

German (Pape)

[Seite 125] ein in Ohnmacht od. in den letzten Zügen Liegender, bei dem das Leben zaudert, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μελλέβιος: «ἡμιθανής, [καὶ μὴ συνιείς, ἢ ὁ ἐκδιδαγμένος]» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μελλέβιος (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «ἡμιθανής, καὶ μὴ συνιείς, ἢ ὁ ἐκδιδαγμένος».