πάλιν δ' ὅ γε λάζετο μῦθον → he took back his speech, he retracted his speech, he altered his speech
-άω (Α μεσεγγυῶ) μεσέγγυος
καταθέτω ποσό χρημάτων ή επίδικο πράγμα σε τρίτο πρόσωπο ωσότου λυθεί η διαφορά μεταξύ τών διεκδικητών του
αρχ.
φρ. «μεσεγγυῶμαι ἀργύριον» — καταθέτω χρήματα σε τρίτο πρόσωπο ως εγγύηση.