μεσοφόρι

From LSJ

Κακὸν φυτὸν πέφυκεν ἐν βίῳ γυνή, καὶ κτώμεθ' αὐτὰς ὡς ἀναγκαῖον κακόν → In vita occrevit nobis ut gramen mulier, malumque hoc opus est servemus domi → Ein schlimm Gewächs erwuchs im Leben uns die Frau, und wir besitzen sie als unumgänglich Leid

Menander, Monostichoi, 304-305

Greek Monolingual

και μισοφόρι, το
ελαφρύ γυναικείο εσώρουχο που φοριέται κάτω από το φόρεμα, μεσοφούστανο, κομπινεζόν.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μσν. μεσο-φόρι(ο)ν, υποκορ. του ουδ. μεσό-φορον (ενν. ένδυμα) ενός αμάρτυρου επιθ. μεσόφορος (για τη σχέση μεταξύ μεσοφόρι και μισοφόρι βλ. μεσο-)].