μετέω

From LSJ

Ἔρως, ὅ κατ' ὀμμάτων στάζεις πόθον → Eros who drips desire into the eyes

Source

German (Pape)

[Seite 159] ion. u. ep. = μετῶ, conj. praes. von μέτειμι, Il. 22, 388.

French (Bailly abrégé)

sbj. prés. épq. de μέτειμι¹.

English (Autenrieth)

see μέτειμ Od. 9.1.

Greek Monotonic

μετέω: Ιων. αντί μετῶ, υποτ. του μέτειμι (εἰμί, sum).

Russian (Dvoretsky)

μετέω: эп. (= μετῶ) praes. conjct. к μέτειμι I.