μεταβίβαση

From LSJ

Πενία δ' ἄτιμον καὶ τὸν εὐγενῆ ποιεῖ → Pauper inhonorus, genere sit clarus licet → Die Armut nimmt selbst dem, der edel ist, die Ehr'

Menander, Monostichoi, 455

Greek Monolingual

η
1. η μεταφορά από ένα μέρος σε άλλο
2. η εκχώρηση και η νομική πράξη της εκχώρησης ενός πράγματος ή δικαιώματος σε άλλον (α. «μεταβίβαση ακινήτου» β. «μεταβίβαση κυριότητας» γ. «μεταβίβαση κληρονομιάς»)
3. (επικοιν.) η ενέργεια της μετάδοσης ενός τηλεγραφικού ή τηλεφωνικού μηνύματος, αλλ. μετάδοση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μεταβιβάζω. Η λ. μαρτυρείται από το 1840 στο Λεξικόν Νομοτεχνικόν Ιταλοελληνικόν].