εκχώρηση
From LSJ
Νόμοις ἕπεσθαι τοῖσιν ἐγχώροις καλόν → Res est honesta pro locis leges sequi → Gesetzen seines Land's zu folgen das ist recht
Greek Monolingual
η (AM ἐκχώρησις)
μεταβίβαση, παραχώρηση ενός δικαιώματος ή περιουσιακού στοιχείου με επίσημη πράξη
νεοελλ.
(νομ.) η σύμβαση με την οποία ένας πιστωτής μεταβιβάζει σε νέο πιστωτή την ενοχική απαίτησή του κατά του οφειλέτη
αρχ.
1. πορεία προς τα έξω, έξοδος
2. αποχώρηση, αναχώρηση, απομάκρυνση
3. παραχώρηση, χορήγηση.