μετακόπτω

From LSJ

κόραξ δ' ἐπαίνῳ καρδίην ἐχαυνώθη → the flattered crow was filled with pride, the flattered crow became elate in heart

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μετακόπτω Medium diacritics: μετακόπτω Low diacritics: μετακόπτω Capitals: ΜΕΤΑΚΟΠΤΩ
Transliteration A: metakóptō Transliteration B: metakoptō Transliteration C: metakopto Beta Code: metako/ptw

English (LSJ)

stamp, coin anew, Polyaen.6.9.1 (Pass.).

German (Pape)

[Seite 148] umschlagen, umprägen, μετακοπὲν νόμισμα, Polyaen. 6, 9, 1.

Greek (Liddell-Scott)

μετακόπτω: μέλλ. -ψω, κόπτω ἐκ νέου (νομίσματα), Πολύαιν. 6. 9, 1.

Greek Monolingual

μετακόπτω (Α)
(σχετικά με νόμισμα) κόβω εκ νέου, με νέο τύπο, με διαφορετικό χάραγμα.