μεταστοιχειώ

From LSJ

Ζῶμεν γὰρ οὐχ ὡς θέλομεν, ἀλλ' ὡς δυνάμεθα → Ut quimus, haud ut volumus, aevum ducimus → nicht wie wir wollen, sondern können, leben wir

Menander, Monostichoi, 190

Greek Monolingual

μεταστοιχειῶ, -όω (ΑΜ)·. (ενεργ. και μέσ.) (γενικά) μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταπλάθω, μετασχηματίζω
αρχ.
μεταβάλλω τη στοιχειώδη φύση ενός πράγματος ή μεταβάλλω ένα στοιχείο σε κάποιο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + στοιχειῶ «καταρτίζω, εφοδιάζω» (< στοιχεῖον)].