Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρία → Root of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)
μεταστοιχειῶ, -όω (ΑΜ)·. (ενεργ. και μέσ.) (γενικά) μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταπλάθω, μετασχηματίζω
αρχ.
μεταβάλλω τη στοιχειώδη φύση ενός πράγματος ή μεταβάλλω ένα στοιχείο σε κάποιο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + στοιχειῶ «καταρτίζω, εφοδιάζω» (< στοιχεῖον)].