μεταστοιχειώ

From LSJ

Ῥίζα γὰρ πάντων τῶν κακῶν ἐστιν ἡ φιλαργυρίαRoot of all the evils is the love of money (Radix omnium malorum est cupiditas)

The Bible, 1 Timothy, 6:10

Greek Monolingual

μεταστοιχειῶ, -όω (ΑΜ)·. (ενεργ. και μέσ.) (γενικά) μεταβάλλω, μετατρέπω, μεταπλάθω, μετασχηματίζω
αρχ.
μεταβάλλω τη στοιχειώδη φύση ενός πράγματος ή μεταβάλλω ένα στοιχείο σε κάποιο άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μετ(α)- + στοιχειῶ «καταρτίζω, εφοδιάζω» (< στοιχεῖον)].