μετουσίωση
From LSJ
Greek Monolingual
η (Μ μετουσίωσις) μετουσιώνω
1. η ενέργεια και το αποτέλεσμα του μετουσιώνω, η μεταβολή της ουσίας ενός πράγματος
2. εκκλ. η μετατροπή του άρτου και οίνου σε σώμα και αίμα του Χριστού
νεοελλ.
1. βιολ. μεταβολή τών πρωτεϊνών, η οποία συνίσταται στη διάσπαση πολλών από τους ασθενείς δεσμούς του πρωτεϊνικού μορίου στους οποίους οφείλεται η εξαιρετικά λεπτή δομή της πρωτεΐνης, με αποτέλεσμα να γίνεται πιο χαλαρή η δομή τους
2. χημ. διαδικασία η οποία συνίσταται στην προσθήκη σε προϊόντα οικιακής, αγροτικής ή βιομηχανικής χρήσης ορισμένων ουσιών οι οποίες καθιστούν τα προϊόντα αυτά ακατάλληλα για οποιαδήποτε άλλη χρήση από εκείνην για την οποία προορίζονται.