μηδισμός
οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn
English (LSJ)
ὁ, leaning towards the Medes, Medism, Hdt. 4.165, 8.92, Th. 1.95, 135, D. 23.205.
German (Pape)
[Seite 171] ὁ, das medisch Gesinntsein, die Vorliebe für die Meder, Her. 4, 165. 8, 92; Isocr. 4, 157.
French (Bailly abrégé)
οῦ (ὁ) :
adhésion au parti des Mèdes ou des Perses.
Étymologie: μηδίζω.
Greek Monolingual
ο (Α μηδισμός) μηδίζω
το να παίρνει κάποιος το μέρος τών Μήδων, το να προσχωρεί ή να διάκειται ευνοϊκά προς τους Μήδους («ἐξήλασαν ἐκ τῆς πόλεως καὶ μηδισμὸν κατέγνωσαν», Δημοσθ.).
Russian (Dvoretsky)
μηδισμός: ὁ симпатии к мидянам или к персам, защита мидийских (персидских) интересов Her., Thuc. etc.
Lexicon Thucydideum
in Medos studia, zeal for the Medes, 1.95.5, 1.135.2, 3.62.6, 3.64.5.