μηνυτρίζομαι
From LSJ
English (LSJ)
Pass., be denounced with a price on one's head, to be reported by a claimant for a μήνυτρον, c. inf., PCair.Zen.15v.3,28 (iii B. C.); Glossaria on μηνύομαι, Hsch.
Greek Monolingual
μηνυτρίζομαι (Α) μήνυτρον
αναφέρομαι ως πληροφορία για να δοθεί αμοιβή σε εκείνον που τήν έδωσε.