μιλιοδείκτης

From LSJ

ὦ πλοῦτε καὶ τυραννὶ καὶ τέχνη τέχνης ὑπερφέρουσα τῷ πολυζήλῳ βίῳ → o wealth, and tyranny, and supreme skill exceedingly envied in life

Source

Greek Monolingual

ο
κιονίσκος κατά μήκος τών δρόμων για ένδειξη τών αποστάσεων σε μίλια.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μίλι + δείκτης (< δείχνω), πρβλ. ωροδείκτης.