μινύς

From LSJ

καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)

Source

German (Pape)

[Seite 188] ύ, klein, wenig, vgl. minor, ist nur von den Gramm. angenommen, als Stammwort zu μινύθω, μίνυνθα, μινυρός; Rust. 273, 2 hat auch μινυός).

Greek (Liddell-Scott)

μινύς: ύ, = μικρός· παρὰ τοῖς Γραμμ. ὡς ῥίζα τοῦ μινύθω, κτλ.: μινυὸς παρ’ Εὐστ. 273. 2· μινυρὸς παρ’ Ἡσυχ.

Greek Monolingual

μινύς, -ύ (Α)
μικρός, βραχύς, λίγος.
[ΕΤΥΜΟΛ. Βλ. μινύθω.