μιχέω
Ὅστις γὰρ ἐν πολλοῖσιν ὡς ἐγὼ κακοῖς ζῇ, πῶς ὅδ' Οὐχὶ κατθανὼν κέρδος φέρει; → For one who lives amidst such evils as I do, how could it not be best to die?
English (LSJ)
v. ὀμιχέω.
Greek (Liddell-Scott)
μιχέω: ἴδε ἐν λέξ. ὀμιχέω.
Russian (Dvoretsky)
μῑχέω: Diog. L. = ὀμιχέω.
Greek Monolingual
ὀμείχω και ὀμιχῶ και μιχῶ, μιχέω (Α)
ουρώ.
[ΕΤΥΜΟΛ. Το ρ. ὀμείχω ανάγεται σε ΙΕ ρίζα meiĝh- «ουρώ» με προθεματικό φωνήεν ὁ- και συνδέεται με αρχ. ινδ. mehati «ουρώ», αβεστ. maēzaiti, αρχ. νορβ. mīga κ.ά. Η συνηρημένη μορφή του τ. ὀμιχῶ (και μιχῶ, χωρίς προθεματικό φωνήεν) μπορεί να εξηγηθεί ως αναλογικός σχηματισμός από το συνώνυμο οὐρῶ, ενώ το -ι- του τ. οφείλεται πιθ. σε πρόωρο ιωτακισμό λόγω της συνήθους χρήσης του ρήματος (πρβλ. ιδίω, ίδος). Το ρ. ὀμείχω, τέλος, συνδέεται με το ουσ. μοιχός (χωρίς προθεματικό φωνήεν), το οποίο εμφανίζει την ετεροιωμένη βαθμίδα της ρίζας και έχει εξελιχθεί σημασιολογικά στην έννοια του διαφθορέα εραστή (βλ. και λ. μοιχός)].