μοιραίος
ὦ δυσπάλαιστον γῆρας, ὡς μισῶ σ' ἔχων, μισῶ δ' ὅσοι χρῄζουσιν ἐκτείνειν βίον, βρωτοῖσι καὶ ποτοῖσι καὶ μαγεύμασι παρεκτρέποντες ὀχετὸν ὥστε μὴ θανεῖν: οὓς χρῆν, ἐπειδὰν μηδὲν ὠφελῶσι γῆν, θανόντας ἔρρειν κἀκποδὼν εἶναι νέοις → Old age, resistless foe, how do I loathe your presence! Them too I loathe, whoever desire to lengthen out the span of life, seeking to turn the tide of death aside by food and drink and magic spells; those whom death should take away to leave the young their place, when they no more can benefit the world
Greek Monolingual
-α, -ο (Α μοιραῖος, -αία, -ον)
αυτός που έχει οριστεί από τη μοίρα, προδιαγεγραμμένος, αναπόφευκτος, αναπότρεπτος («ήταν μοιραίο γεγονός η σύγκρουσή τους»)
νεοελλ.
1. αυτός που έχει καταδικαστεί από τη μοίρα, αυτός που φέρνει δυστυχία στον εαυτό του και στους άλλους, ολέθριος, καταστρεπτικός
2. το ουδ. ως ουσ. το μοιραίο
α) αναπόφευκτο κακό, η ειμαρμένη
β) ο θάνατος («επήλθε το μοιραίο»)
αρχ.
1. αυτός που ανήκει στη γεωγραφική μοίρα
2. αυτός που ορίζει τη μοίρα, το πεπρωμένο τών θνητών («ἀλλ' ὦ μοιραῖοι θεοὶ καὶ μοιραγέται δαίμονες», Αλκίφρ.).
επίρρ...
μοιραίως και μοιραία (Α μοιραίως)
1. κατά τις επιταγές της μοίρας, όπως ορίζει το πεπρωμένο
αναπότρεπτα, αναπόφευκτα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μοίρα-ιος< μοίρα + επίθημα -ιος].