μονολήκυθος
From LSJ
καὶ λέγων ὅτι Πεπλήρωται ὁ καιρὸς καὶ ἤγγικεν ἡ βασιλεία τοῦ θεοῦ· μετανοεῖτε καὶ πιστεύετε ἐν τῷ εὐαγγελίῳ → declaring “The time has been accomplished and the kingdom of God is near: start repenting and believing in the gospel!” (Μark 1:15)
English (LSJ)
μονολήκυθον, = αὐτολήκυθος ΙΙ, Posidipp. ap. Ath.10.414e.
German (Pape)
[Seite 203] allein mit der Oelflasche, = αὐτολήκυθος, Posidipp. 17 (App. 68 aus Ath. X, 414 e).
Greek (Liddell-Scott)
μονολήκῠθος: -ον, = αὐτολήκυθος, Ποσείδιππος παρ’ Ἀθην. 414Ε.