λέγεις, ἃ δὲ λέγεις ἕνεκα τοῦ λαβεῖν λέγεις → you speak, but you say what you say for the sake of gain (Menander, fr. 776)
[Seite 206] ιδος, ἡ, fem. zu μονώτης, φωνή, von dem Summen der Bienen vor dem Schwärmen, Arist. H. A. 9, 40 (p. 625 b 9).
μονῶτις, -ιδος, ἡ (Α)
βλ. μονώτης.
μονῶτις: ῐδος adj. f обособленная, отдельная, одинокая Arst.