μορφοσκόπος

From LSJ

ἔνθα μὲν οὔτε βοῶν οὔτ' ἀνδρῶν φαίνετο ἔργα → from there no works of men or oxen appeared

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορφοσκόπος Medium diacritics: μορφοσκόπος Low diacritics: μορφοσκόπος Capitals: ΜΟΡΦΟΣΚΟΠΟΣ
Transliteration A: morphoskópos Transliteration B: morphoskopos Transliteration C: morfoskopos Beta Code: morfosko/pos

English (LSJ)

μορφοσκόπον, observing forms or figures, Artem.2.69.

German (Pape)

[Seite 209] die Gestalt beschauend, bes. daraus wahrsagend, Artemid. 2, 69.

Greek (Liddell-Scott)

μορφοσκόπος: -ον, ὁ παρατηρῶν, ἐξετάζων μορφὰς ἢ σχήματα, Ἀρτεμίδ. 2. 69.

Greek Monolingual

μορφοσκόπος, -ον (ΑΜ)
αυτός που ασκεί μαντεία παρατηρώντας και εξετάζοντας μορφές ή σχήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μορφή + -σκόπος (< σκοπῶ), πρβλ. οιωνοσκόπος].