μουνόλιθος
From LSJ
Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau
English (LSJ)
v. μονόλιθος.
French (Bailly abrégé)
ion. c. μονόλιθος.
Greek Monolingual
μουνόλιθος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μονόλιθος.
German (Pape)
ion. = μονόλιθος.