μουνόλιθος

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μουνόλιθος Medium diacritics: μουνόλιθος Low diacritics: μουνόλιθος Capitals: ΜΟΥΝΟΛΙΘΟΣ
Transliteration A: mounólithos Transliteration B: mounolithos Transliteration C: mounolithos Beta Code: mouno/liqos

English (LSJ)

v. μονόλιθος.

French (Bailly abrégé)

ion. c. μονόλιθος.

Greek Monolingual

μουνόλιθος, -ον (Α)
ιων. τ. βλ. μονόλιθος.

German (Pape)

ion. = μονόλιθος.