μπερντάχι

From LSJ

ὁ δ' εὖ ἔρδων θεοὺς ἐλπίδι κυδροτέρᾳ σαίνει κέαρ → but he who does well to the gods cheers his heart with a more glorious hope

Source

Greek Monolingual

και μπερτάχι και μπερντάκι και μπερτάκι και περντάχι, το
1. ξύρισμα με αντίστροφη φορά, κόντρα
2. ξυλοδαρμός, ξυλοκόπημα
3. δριμεία επίπληξη.
[ΕΤΥΜΟΛ. < τουρκ. perdah].