μπολιάζω

From LSJ

ἀλλὰ διὰ τῆς ἀγάπης δουλεύετε ἀλλήλοις. ὁ γὰρ πᾶς νόμος ἐν ἑνὶ λόγῳ πεπλήρωται, ἐν τῷ Ἀγαπήσεις τὸν πλησίον σου ὡς σεαυτόν → but be enslaved to each other through love; for the whole Torah is fulfilled in one statement: You will love your neighbor as yourself (Galatians 5:13f.)

Source

Greek Monolingual

1. κάνω εμβόλιο σε κάποιον, εμβολιάζω
2. εγκεντρίζω δένδρο
3. μεταδίδω μολυσματική νόσο σε κάποιον
4. μτφ. μεταφέρω και ενσωματώνω ένα στοιχείο σε άλλο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ἐμβολιάζω < ἐμβόλιον, με σίγηση του προτακτικού άτονου ε- (για την προφορά του μβ ως μπ (πρβλ. ἐμβαίνω > μπαίνω)].