μπουρμπουλήθρα

From LSJ

Τὸ νικᾶν αὐτὸν αὑτὸν πασῶν νικῶν πρώτη τε καὶ ἀρίστη. Τὸ δὲ ἡττᾶσθαι αὐτὸν ὑφ' ἑαυτοῦ πάντων αἴσχιστόν τε ἅμα καὶ κάκιστον. → Τo conquer yourself is the first and best victory of all, while to be conquered by yourself is of all the most shameful as well as evil

Plato, Laws, 626e

Greek Monolingual

η
1. φυσαλίδα που σχηματίζεται στην επιφάνεια του νερού
2. στον πληθ. οι μπουρμπουλήθρες
μτφ. αερολογίες, φληναφήματα, ανοησίες
3. φρ. «δεν πας να κάνεις μπουρμπουλήθρες» — δεν πας να πνιγείς.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ηχομιμητική λ. που εμφανίζει επίθημα -ήθρα (πρβλ. δαχτυλήθρα)].