μπόλια

From LSJ

ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble

Source

Greek Monolingual

η (Μ μπόλια)
γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, μαντίλι, τσεμπέρι
νεοελλ.
1. προσόψιο, πετσέτα
2. το επίπλοο τών ζώων που σφάζονται, αλλ. ξιγκιά, σκέπη, τσίπα
μσν.
ποδιά, ύφασμα που ζώνεται στη μέση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. imbolia].