ὁ μὴ πεπλευκὼς οὐδὲν ἑόρακεν κακόν → anyone who hasn't sailed has never seen trouble
η (Μ μπόλια)γυναικείο κάλυμμα του κεφαλιού, μαντίλι, τσεμπέρινεοελλ.1. προσόψιο, πετσέτα2. το επίπλοο τών ζώων που σφάζονται, αλλ. ξιγκιά, σκέπη, τσίπαμσν.ποδιά, ύφασμα που ζώνεται στη μέση.[ΕΤΥΜΟΛ. < βεν. imbolia].