μπόρα

From LSJ

μή, φίλα ψυχά, βίον ἀθάνατον σπεῦδε, τὰν δ' ἔμπρακτον ἄντλει μαχανάν → Oh! my soul do not aspire to eternal life, but exhaust the limits of the possible. | Do not yearn, O my soul, for immortal life! Use to the utmost the skill that is yours. | Do not, my soul, strive for the life of the immortals, but exhaust the practical means at your disposal.

Source

Greek Monolingual

η
1. αιφνιδιαστική και ραγδαία βροχή μικρής διάρκειας
2. (κατ' επέκτ.) καταιγίδα, θύελλα
3. ψυχρός και πολύ σφοδρός άνεμος που ξεσπά απότομα στο Αδριατικό Πέλαγος
4. μτφ. μεγάλη, ξαφνική συμφορά, αιφνίδιο και μεγάλο κακό («μάς βρήκε μεγάλη μπόρα με τη χρεωκοπία»).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αντιδάνεια λ. < βεν. bora < λατ. boreas < Βορέας.