μυγιαστήρι

From LSJ

μηδέ μοι ἄκλαυστος θάνατος μόλοι, ἀλλὰ φίλοισι καλλείποιμι θανὼν ἄλγεα καὶ στοναχάς → may death not come to me without tears, but when I die may I leave my friends with sorrow and lamentation

Source

Greek Monolingual

το
θύσανος απο μακριές τρίχες ενωμένες σε λαβή για να διώχνονται οι μύγες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μυγιάζομαι + επίθημα -τήρι (πρβλ. σκαλιστήρι)].