μυλαύλακο

From LSJ

οὔτ' ἐν φθιμένοις οὔτ' ἐν ζωοῖσιν ἀριθμουμένη, χωρὶς δή τινα τῶνδ' ἔχουσα μοῖραν → neither among the dead nor the living do I count myself, having a lot apart from these

Source

Greek Monolingual

το
αυλάκι μέσω του οποίου διοχετεύεται το αναγκαίο για την κίνηση του μύλου νερό, αλλ. αμπολή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < μύλος + αυλάκι].