μύθα

From LSJ

Ἥδιστόν ἐστιν εὐτυχοῦντα νοῦν ἔχειν → Dulcissimum prudentia inter prospera → Erfreulich ist, wenn man im Glück Vernunft besitzt

Menander, Monostichoi, 207
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μύθα Medium diacritics: μύθα Low diacritics: μύθα Capitals: ΜΥΘΑ
Transliteration A: mýtha Transliteration B: mytha Transliteration C: mytha Beta Code: mu/qa

English (LSJ)

φωνή (Cypr.), Hsch.

German (Pape)

[Seite 214] cvprisch = φωνή, Hesych.

Greek (Liddell-Scott)

μύθα: «φωνή· Κύπριοι» Ἡσύχ.

Greek Monolingual

μύθα (Α)
(κατά τον Ησύχ.) (στους Κυπρίους) «φωνή».
[ΕΤΥΜΟΛ. Παράλλ. τ. του μῦθος παραδεδομένος από τον Ησύχιο (πρβλ. μύθαρ)].