νέκρα

From LSJ

Πρόσεχε τῷ ὑποκειμένῳ ἢ τῇ ἐνεργείᾳ ἢ τῷ δόγματι ἢ τῷ σημαινομένῳ. → Look to the essence of a thing, whether it be a point of doctrine, of practice, or of interpretation.

Source

Greek Monolingual

η
1. το γνώρισμα του νεκρού
2. έλλειψη κάθε εκδήλωσης ζωής, στασιμότητα, μαρασμός
3. απόλυτη σιγή
4. απόλυτη ησυχία, απόλυτη γαλήνη.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. του θηλ. (νεκρά) του επιθ. νεκρός, -ά, -όν, με αναβιβασμό του τόνου (πρβλ. ξερός: ξέρα, ψυχρός: ψύχρα)].