νίμμα
Γαμεῖν ὁ μέλλων εἰς μετάνοιαν ἔρχεται → Ad paenitendum properat, qui uxorem accipit → Der Heiratswillige kommt zur Sinnesänderung
English (LSJ)
-ατος, τό,
A water for washing, νίμματα ἐπέχειν Dromo 2, censured by Phryn.170.
2 νίμματα προσώπου cosmetics, Crito ap. Gal.12.448; but νίμμα προσώπου washing of the face, Orib.Fr.82.
German (Pape)
[Seite 257] τό, Waschwasser, VLL.
Greek (Liddell-Scott)
νίμμα: τό, ὕδωρ πρὸς νίψιμον, νίμματα ἐπέχει τις, ἀπενιζόμεθα Δρόμων ἐν «Ψαλτρίᾳ» 2· νιμμός, ὁ, Μοσχόπουλ. π. σχεδ. 172, Ζωναρ. 1401· ― Πρβλ. Λοβεκ. Φρύν. 193.
Greek Monolingual
νίμμα, τὸ (Α, Μ και νίμμαν)
νερό για νίψιμο, για πλύσιμο, ιδίως τών χεριών
αρχ.
1. (ως ψόγος) ξέπλυμα, απόπλυμα
2. φρ. «νίμμα προσώπου»
α) πλύσιμο του προσώπου, νίψιμο
β) καλλυντικό για το πρόσωπο, μυραλοιφή.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νίπτω + κατάλ. -μα (πρβλ. κάλυμμα)].