Ἀδικία ἕξις ὑπεροπτικὴ νόμων → Injustice: the state of despising the laws
1. τοποθετώ νάρκες2. μτφ. υπονομεύω ενέργεια ή προσπάθεια.[ΕΤΥΜΟΛ. < νάρκη + -θετώ (< -θέτης) πρβλ. ιστοθετώ, νομοθετώ].