ναυτολογώ

From LSJ

ο φίλος τον φίλον εν πόνοις και κινδύνοις ου λείπει → a friend does not abandon his friend in difficulties and in danger, a friend in need is a friend indeed

Source

Greek Monolingual

(Α ναυτολογῶ, -έω) ναυτολόγος
νεοελλ.
1. στρατολογώ ναύτες στο πολεμικό ναυτικό
2. προσλαμβάνω ναύτες στο εμπορικό ναυτικό
αρχ.
δέχομαι επιβάτες ή φορτίο στο πλοίο.