ναϊκός

From LSJ

ἄνθρωπος ὢν ἥμαρτον· οὐ θαυμαστέον → being human I made a mistake; there is nothing remarkable about it

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱϊκός Medium diacritics: ναϊκός Low diacritics: ναϊκός Capitals: ΝΑΪΚΟΣ
Transliteration A: naïkós Transliteration B: naikos Transliteration C: naikos Beta Code: nai+ko/s

English (LSJ)

ναϊκή, ναϊκόν, of a temple, εὔθυνοι GDI1370 (Dodona).

Greek Monolingual

ναϊκός, -ή, -όν (Α) ναός
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον ναό ή που προέρχεται από τον ναό.