νεκροβαστάξ

From LSJ

τούτοις οὐκ ἔστι κοινὴ βουλή → they have no common ground of argument, they have no common agenda

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεκροβαστάξ Medium diacritics: νεκροβαστάξ Low diacritics: νεκροβαστάξ Capitals: ΝΕΚΡΟΒΑΣΤΑΞ
Transliteration A: nekrobastáx Transliteration B: nekrobastax Transliteration C: nekrovastaks Beta Code: nekrobasta/c

English (LSJ)

άγος, ὁ, ἡ (on the accent v. Hdn.Gr.1.43, 2.740), bearing the dead, EM270.30.

German (Pape)

[Seite 237] Todte tragend, Arcad. 18; bei Choerob. in B. A. 1199 aber νεκροβάσταξ, αγος, wie E. M. 270, 30.

Greek Monolingual

νεκροβαστάξ, -άγος, ό, ἡ (Α)
αυτός που βαστάζει νεκρούς, που κάνει εκφορά νεκρού στον τάφο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεκρ(ο)- + < βαστάζω)].