νεοποίκιλτος

From LSJ

οὕτως εἴη ἡμίν ὁ Θεός βοηθός καὶ τὸ ἱερὸν Αὐτοῦ Εὐαγγέλιον ὧδε ἐμφανισθέντα-ὁρκισθέντα → so help us God and Ηis holy Gospel the things here declared and sworn

Source
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεοποίκιλτος Medium diacritics: νεοποίκιλτος Low diacritics: νεοποίκιλτος Capitals: ΝΕΟΠΟΙΚΙΛΤΟΣ
Transliteration A: neopoíkiltos Transliteration B: neopoikiltos Transliteration C: neopoikiltos Beta Code: neopoi/kiltos

English (LSJ)

ον, = νεοποίκιλος.

Greek Monolingual

νεοποίκιλτος, -ον (Α)
νεοποίκιλος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νε(ο)- + -ποικίλλω (< ποικίλος), πρβλ. πολυποίκιλτος].