νευροψυχικός
Greek Monolingual
-ή, -ό
1. ο σχετικός με τα νεύρα και την ψυχή του ανθρώπου
2. ο σχετικός με το νευρικό σύστημα και τον ψυχισμό («νευροψυχικές διαταραχές»)
3. φρ. «νευροψυχικός τόνος» — ο τρόπος συναισθηματικής αντίδρασης στις εντυπώσεις του εξωτερικού κόσμου ο οποίος προσιδιάζει σε κάθε άτομο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νευρ(ο)- + ψυχικός. Η λ. μαρτυρείται από το 1894 στην εφημερίδα Ακρόπολις].