νεωποιός

From LSJ

Θεὸς πέφυκεν, ὅστις οὐδὲν δρᾷ κακόν → Deus est, qui nihil admisit umquam in se mali → Es ist ein göttlich Wesen, wer nichts Schlechtes tut

Menander, Monostichoi, 234
Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νεωποιός Medium diacritics: νεωποιός Low diacritics: νεωποιός Capitals: ΝΕΩΠΟΙΟΣ
Transliteration A: neōpoiós Transliteration B: neōpoios Transliteration C: neopoios Beta Code: newpoio/s

English (LSJ)

ὁ,
A = νεωποίης, IG22.1678b A14:—Dor. νᾱοποιός Arist.Rh.1374b27, SIG236 B, al. (Delph., iv B.C.), IG 7.3073.4,al. (Lebad.); also in Att. Inscrr. from late iv B.C., ib.22.1678 a A16,20.
II (ναῦς) building ships, Poll.1.84.

Greek (Liddell-Scott)

νεωποιός: -όν, (νεὼς) ὁ οἰκοδομῶν ναούς, νεωποίης. ΙΙ. (ναῦς) ναυπηγός, Πολυδ. Α΄, 84.

Greek Monolingual

νεωποιός και δωρ. τ. ναοποιός, ὁ (Α)
1. νεωποίης
2. αυτός που κατασκευάζει πλοία, ο ναυπηγός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νεώς, αττ. τ. του ναός + -ποιός].

German (Pape)

1 (< νεώς) Tempel bauend, Poll. 1.12.
2 (< ναῦς) Schiffe bauend (?).