νηπιαγωγός

From LSJ

Περὶ τοῦ ἐπέκεινα τοῦ νοῦ κατὰ μὲν νόησιν πολλὰ λέγεται, θεωρεῖται δὲ ἀνοησίᾳ κρείττονι νοήσεως → On the subject of that which is beyond intellect, many statements are made on the basis of intellection, but it may be immediately cognised only by means of a non-intellection superior to intellection

Porphyry, Sententiae, 25

Greek Monolingual

ο, η
1. ειδικός παιδαγωγός ο οποίος ασχολείται με την αγωγή παιδιών προσχολικής ηλικίας
2. το θηλ. γυναίκα που επιβλέπει τα παιδιά προσχολικής ηλικίας στο σπίτι, γκουβερνάντα, νταντά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < νήπιο + αγωγός. Η λ. μαρτυρείται από το 1880 στον Γ. Χασιώτη].