νορμ
From LSJ
εὐκαταφρόνητός ἐστι σιγηρὸς τρόπος → a way of life disposed to silence is contemptible (Menander)
Greek Monolingual
το, και νόρμα, η
μαθ. ο μη αρνητικός αριθμός ο οποίος μπορεί να αντιστοιχιστεί σε κάθε στοιχείο ορισμένων γραμμικών χώρων με ιδιότητες ανάλογες της απόλυτης τιμής, δηλαδή είναι γενίκευση της έννοιας της απόλυτης τιμής ενός πραγματικού αριθμού, του μέτρου ενός μιγαδικού αριθμού ή διανύσματος.