νοτάριος

From LSJ

θανάτου τῆς ζημίας ἐπικειμένης → the penalty is death

Source

Greek (Liddell-Scott)

νοτάριος: ὁ, τὸ Λατιν. notarius, = γραμματεύς, ὑπογραφεύς, σημειογράφος, ταχυγράφος, Ἰουλιαν. 378Β, Ἀθαν. Ι, 621D, 752C, II, 744B, Βασίλ. IV, 1076C, Ἐπιφάν. ΙΙ, 376C, Εὐνάπ. 74. 12, Φιλόστοργ. 629D, Κύριλλ. Ἀλ. X, 164D, Ἀναστ. Σιν. 85Α.

Greek Monolingual

ο (ΑΜ νοτάριος, Μ και νοτάρης και νοτάρος)
αξίωμα εκκλησιαστικό και πολιτικό στη Βυζαντινή Αυτοκρατορία που δήλωνε κατά καιρούς τον σημειογράφο, τον στενογράφο, τον γραμματέα, τον συμβολαιογράφο
νεοελλ.-μσν.
(στα Επτάνησα κατά την περίοδο της φραγκοκρατίας και της τουρκοκρατίας) συμβολαιογράφος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < λατ. notarius «ταχυγράφος, γραμματέας» < λατ. nota «σημείο, γράμμα». Ο τ. νοτάρος < ιταλ. notaro «συμβολαιογράφος» ενώ ο τ. νοτάρης < νοτάριος με αποβολή του -ο- (πρβλ. καβαλάριος > καβαλάρης). Η ονομ. πληθ., εξάλλου, του νοτάριος (νοτάριοι) συνεστάλη σε -οι και οδήγησε στον σχηματισμό γεν. και αιτ. σε -ρων και -ρους, αντί -ρίων και -ρίους].